- τεχνοκάπηλος
- ο, η, Ναυτός που εκμεταλλεύεται εμπορικά την καλλιτεχνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κάπηλος «μικρέμπορος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεχνοκαπηλία — η, Ν [τεχνοκάπηλος] η εμπορική εκμετάλλευση τής τέχνης, τής καλλιτεχνίας … Dictionary of Greek